τιμητός

τιμητός
-ή, -ό / τιμητός, -ή, -όν, ΝΑ [τιμώ]
1. αυτός τού οποίου η αξία μπορεί να υπολογιστεί
2. ο άξιος τιμής, εκτίμησης
αρχ.
1. αυτός που αξίζει να υπολογιστεί, να ληφθεί σοβαρά υπ' όψιν («τὸ τοῡ χρόνου τιμητόν», Ιώσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τιμητόν
πρόστιμο καθορισμένο εκ τών προτέρων
3. φρ. «τιμητή δίκη» — δίκη κατά την οποία η ποινή δεν οριζόταν από τον νόμο αλλά καθοριζόταν από το δικαστήριο, αφού αυτό έκρινε ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος, με βάση το τίμημα, δηλαδή την ποινή που ζητούσε ο μηνυτής, και το ανατίμημα ή υποτίμημα, που αντιπρότεινε ο κατηγορούμενος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιμητός — τῑμητός , τιμητός valued masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Судебное определение —    • Αγων τιμητός и ατίμητος,          (подлежащий и не подлежащий судебному определению).          При изучении права какого либо народа обращают на себя внимание особенно две стороны: одна это материальное право, сущность которого в том, что… …   Реальный словарь классических древностей

  • θεοτίμητος — θεοτίμητος, ον (AM, Α δωρ. τ. θεοτίματος) αυτός που αξίζει να τιμηθεί ή τιμήθηκε από τον θεό ή τους θεούς («θεοτίμητος πόλις», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τίμητος (< τιμώ), πρβλ. αν εκ τίμητος, πολυ τίμητος] …   Dictionary of Greek

  • τιμητά — τῑμητά̱ , τιμητής valuer masc nom/voc/acc dual τῑμητά , τιμητής valuer masc voc sg τῑμητά , τιμητής valuer masc nom sg (epic) τῑμητά , τιμητός valued neut nom/voc/acc pl τῑμητά̱ , τιμητός valued fem nom/voc/acc dual τῑμητά̱ , τιμητός valued …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμητῶν — τῑμητῶν , τιμητής valuer masc gen pl τῑμητῶν , τιμητός valued fem gen pl τῑμητῶν , τιμητός valued masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμητόν — τῑμητόν , τιμητός valued masc acc sg τῑμητόν , τιμητός valued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СУДОПРОИЗВОДСТВО —    • Iudicium,          процесс.          a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 …   Реальный словарь классических древностей

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • ДИЭТЕТ —    • Διαιτητής,          третейский или мировой судья. Во избежание дорого обходящихся тяжб пред гражданскими судами гелиастов тяжущиеся стороны в Афинах могли искать решения своих дел у мировых судей или Д. Были и государственные Д.,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Kakosis —    • Κάκωσις,          означает в юридическом смысле:        1. дурное обращение детей с родителями как настоящими, так и усыновившими, оскорбление их словом или действием, отказ в средствах к существованию (от этой обязанности свободны были… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”